- αθυρόνομος
- ἀθυρόνομος, -ον (Α)αυτός που παίζει με τον νόμο, που τόν χρησιμοποιεί ή τόν ερμηνεύει αυθαίρετα«ὡς ἔτυχε χρώμενος τοῑς νόμοις κατὰ τὸ δοκοῡν ἤκατὰ τὴν περίστασιν» (Ησύχιος).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω (= παίζω) + νόμος].
Dictionary of Greek. 2013.